κορτικοτροπίνη

κορτικοτροπίνη
η
1. (ενδοκριν.) πολυπεπτιδική ορμόνη που παράγεται στην υπόφυση και ρυθμίζει τη δραστηριότητα τού φλοιού τών επινεφριδίων
2. (φαρμ.) η συνθετικώς παρασκευασμένη παρόμοια ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corticotropine < cortico- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός» + συνδετικό φωνήεν -ο-) + -trop- (πρβλ. τροπή) + κατάλ. -ine τής χημικής ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορτικοτροπίνη ή κορτικοτρόπος ορμόνη — Ορμόνη που παράγεται στον εμπρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) και ρυθμίζει τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 39 αμινοξέων, που σχηματίζεται από τη διάσπαση ενός μεγαλύτερου πρωτεϊνικού μορίου, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”